Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντικυκλώνας ο [andikiklónas] Ο2 : (μετεωρ.) φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο η βαρομετρική πίεση σε ορισμένο τμήμα της ατμόσφαιρας είναι ανώτερη από ό,τι στη γύρω περιοχή· βαρομετρικό χαμηλό: Ένας θερμικός / δυναμικός / μεικτός ~. Kέντρο του αντικυκλώνα.
[λόγ. < γαλλ. anticyclone < anti- = αντι- + cyclone = κυκλώνας]