Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντικρούω [andikrúo] -ομαι Ρ αόρ. αντέκρουσα, απαρέμφ. αντικρούσει, παθ. αόρ. αντικρούστηκα, απαρέμφ. αντικρουστεί : αντιμετωπίζω με επιτυχία κτ. ανασκευάζοντάς το: ~ τις κατηγορίες κάποιου / τους ισχυρισμούς του κατηγόρου. Οι συκοφαντίες δεν αντικρούονται εύκολα.
[λόγ. < αρχ. ἀντικρούω]