Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντικρούω
1 εγγραφή
αντικρούω [andikrúo] -ομαι Ρ αόρ. αντέκρουσα, απαρέμφ. αντικρούσει, παθ. αόρ. αντικρούστηκα, απαρέμφ. αντικρουστεί : αντιμετωπίζω με επιτυχία κτ. ανασκευάζοντάς το: ~ τις κατηγορίες κάποιου / τους ισχυρισμούς του κατηγόρου. Οι συκοφαντίες δεν αντικρούονται εύκολα.

[λόγ. < αρχ. ἀντικρούω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες