Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντικαπιταλιστικός
1 εγγραφή
αντικαπιταλιστικός -ή -ό [andikapitalistikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός προς τον καπιταλισμό· αντικεφαλαιοκρατικός: Aντικαπιταλιστική επανάσταση / κυβέρνηση. Mια πολιτική αντικαπιταλιστική δεν είναι κατ΄ ανάγκην δημοκρατική. αντικαπιταλιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αντι- + καπιταλιστικός μτφρδ. γαλλ. anticapitaliste (anti- = αντι-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες