Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντικίνητρο το [andikínitro] Ο40 : ενέργεια που έχει ως στόχο την αποτροπή μιας άλλης ενέργειας ή την καταπολέμηση μιας ανεπιθύμητης κατάστασης: Mελέτη και εφαρμογή αντικινήτρων για την εγκατάλειψη των ασύμφορων καλλιεργειών.
[λόγ. αντι- + κίνητρο μτφρδ. αγγλ. counter incentive]