Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντικάμαρα η [andikámara] Ο27α : (παρωχ.) ο προθάλαμος. ΦΡ κάνω ~ σε κπ., τον αφήνω να με περιμένει αποφεύγοντας να τον δεχτώ ή να πάω εκεί που με περιμένει.
[βεν. *anticamara ή ιταλ. anticamera με τροπή [e > a] κατά το κάμαρα]