Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιηλιακός
1 εγγραφή
αντιηλιακός -ή -ό [andiiliakós] & αντηλιακός -ή -ό [andiliakós] Ε1 : που προστατεύει από τη λάμψη, τη θερμότητα ή την ακτινοβολία του ήλιου: Aντιηλιακή κρέμα. Aντιηλιακό λάδι. Aντιηλιακά παραπετάσματα. || (ως ουσ.) το αντιηλιακό & αντηλιακό, για ειδική κρέμα, λάδι κτλ.

[λόγ. αντι-, αντ(ι)- + ηλιακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες