Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιεμπορικός
1 εγγραφή
αντιεμπορικός -ή -ό [andiemborikós] Ε1 : (συνήθ. για καλλιτεχνική παραγωγή, πνευματική δημιουργία κτλ.) που δεν αποφέρει κέρδη γιατί δεν απευθύνεται ή δεν ικανοποιεί το πλατύ κοινό: Aντιεμπορική ταινία. || για καλλιτέχνη ή πνευματικό δημιουργό: ~ σκηνοθέτης.

[λόγ. αντι- + εμπορικός μτφρδ. αγγλ. uncommercial]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες