Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιεμετικός
1 εγγραφή
αντιεμετικός -ή -ό [andiemetikós] Ε1 : που καταπολεμά τον εμετό ή την τάση για εμετό: Aντιεμετικά φάρμακα. || (ως ουσ.) το αντιεμετικό.

[λόγ. < γαλλ. antiémétique < anti- = αντι- + émétique = εμετικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες