Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιδάνειο το [andiδánio] Ο42 : (γλωσσ.) λέξη (ή λεξιλογικό στοιχείο) μιας γλώσσας που πέρασε ως δάνεια σε μία ή περισσότερες άλλες γλώσσες και ύστερα επέστρεψε στην αρχική με αλλαγμένη μορφή ή / και σημασία, π.χ. καναπές, μπράτσο.
[λόγ. αντι- + δάνειον]