Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιγραφή
1 εγγραφή
αντιγραφή η [andiγrafí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιγράφω. 1. δημιουργία αντιγράφων ιδίως ενός γραπτού κειμένου: Πιστή / ακριβής ~. Για την ακρίβεια της αντιγραφής. Γίνονται λάθη κατά την ~. Στα μοναστήρια κυρίως γινόταν κατά το Mεσαίωνα η ~ των αρχαίων ελληνικών κειμένων. Bιβλίο αντιγραφής, τετράδιο στο οποίο οι επιχειρηματίες καταγράφουν επιστολές, τιμολόγια κτλ. || (για γραπτές εξετάσεις) κλέψιμο: Όλο με αντιγραφές προβιβάζεται. α. μαθητική εργασία που γίνεται με σκοπό την άσκηση στην καλλιγραφία και στην ορθογραφία: Tετράδιο αντιγραφής. Στην ~ πήρε άριστα. β. κατασκευή αντικειμένου όμοιου με ορισμένο πρότυπο: ~ ενός σχεδιαγράμματος / σκίτσου. || το αντίγραφο: Ο πίνακας είναι ~ ενός έργου του Γκρέκο. 2. (μτφ.) μίμηση: H ζωή μας κατάντησε δουλική ~ του αμερικάνικου τρόπου ζωής.

[λόγ. < ελνστ. ἀντιγραφή `μεταγραφή, αντίγραφο΄, αρχ. σημ.: `μήνυση΄, σημδ. γαλλ. copie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες