Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιβγαίνω
1 εγγραφή
αντιβγαίνω [andivjéno] Ρ (βλ. βγαίνω) : (λαϊκότρ.) 1. είμαι αντίθετος ή εναντιώνομαι σε κπ. 2. ανταγωνίζομαι ή συναγωνίζομαι κπ.

[αντι- βγαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες