Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιβαίνω [andivéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. στο γ' πρόσ.) πρτ. αντέβαινα : (για αφηρ. έννοια) έρχομαι, βρίσκομαι σε αντίθεση με κτ.· αντίκειμαι: Ενεργεί έτσι ώστε η κάθε πράξη του να μην αντιβαίνει στις αρχές του. Nόμοι που αντιβαίνουν στο σύνταγμα χαρακτηρίζονται ως αντισυνταγματικοί.
[λόγ. < αρχ. ἀντιβαίνω `αντιστέκομαι΄ σημδ. γαλλ. aller à l΄encontre]