Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιαρματικός
1 εγγραφή
αντιαρματικός -ή -ό [andiarmatikós] Ε1 : (στρατ.) που χρησιμοποιείται στην άμυνα κατά των αρμάτων μάχης ή γενικά έχει σχέση με αυτήν: Aντιαρματική τάφρος / άμυνα / νάρκη. Aντιαρματικό πυροβόλο / βλήμα. Aντιαρματικά εμπόδια. ~ εκτοξευτής.

[λόγ. αντι- + αρματ- (άρμα) 2 -ικός μτφρδ. αγγλ. antitank (anti- = αντι-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες