Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιαμερικανισμός ο [andiamerikanizmós] Ο17 : εχθρότητα προς τις Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής και αντίθεση ή αντίδραση στην πολιτική τους: H αμερικανική επέμβαση στο Bιετνάμ προκάλεσε έξαρση του αντιαμερικανισμού σε όλο τον κόσμο.
[λόγ. αντι- + αμερικανισμός μτφρδ. αγγλ. un-americanism, anti-americanism (anti- = αντι-, -ism = -ισμός)]