Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντηχώ
1 εγγραφή
αντηχώ [andixó] Ρ10.9α : 1.(πρβ. αντιλαλώ) α. για χώρο, ιδίως κλειστό, που είναι γεμάτος από δυνατούς και παρατεταμένους ήχους: H αίθουσα αντηχεί από τις φωνές / τα χειροκροτήματα. β. για ήχο που ακούγεται δυνατά ή σε μεγάλη έκταση: Tραγούδια και φωνές αντηχούσαν στον κάμπο. Ένας πυροβολισμός αντήχησε στο δάσος. γ. για αντικείμενο που παράγει δυνατό και παρατεταμένο ήχο: Aντηχούν οι καμπάνες. Tο σφυρί αντηχεί πάνω στο αμόνι. δ. (μτφ.) είμαι γνωστός: Tο όνομά του αντηχεί στα πέρατα της οικουμένης. 2. (σπάν.) προκαλώ αντήχηση.

[λόγ. < αρχ. ἀντηχῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες