Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντηρίδα
1 εγγραφή
αντηρίδα η [andiríδa] Ο26 : 1α.(αρχιτ.) στενός και επικλινής τοίχος που χτίζεται κάθετα σε άλλο μεγαλύτερο για να τον στηρίζει: Εσωτερική / εξωτερική ~. β. πρόχειρος πέτρινος τοίχος που χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση του χώματος σε κατηφορικό έδαφος. γ. (τεχνολ.) οποιοδήποτε ξύλινο ή μεταλλικό δοκάρι που χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα. 2. παραφυάδα. α. βουνό που έχει διαφορετική κατεύθυνση και έτσι προεξέχει από την κεντρική οροσειρά στην οποία ανήκει: Οι αντηρίδες της Πίνδου. β. βλαστός φυτού που φυτρώνει δίπλα στον κεντρικό από την ίδια ρίζα.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀντηρίς, αιτ. -ίδα· 2: σημδ. γαλλ. contrefort]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες