Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντεπεξέρχομαι [andepeksérxome] Ρ (βλ. εξέρχομαι) : (λόγ.) αντιμετωπίζω κτ. (μια δύσκολη κατάσταση, ένα πρόβλημα, μια υποχρέωση κτλ.) με επιτυχία: Ήταν αδύνατο να αντεπεξέλθει στα νέα του καθήκοντα, να ανταποκριθεί.
[λόγ. < αρχ. ἀντεπεξέρχομαι `προχωρώ με τη σειρά μου να αντιμετωπίσω τον εχθρό΄ σημδ. γαλλ. faire face à]