Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντεπίθεση η [andepíθesi] Ο33 : η επίθεση που κάνει κάποιος εναντίον εκείνων που του επιτέθηκαν ή του επιτίθενται: Σχέδιο αντεπίθεσης. Aνασύνταξαν τις δυνάμεις τους και πέρασαν στην ~. Προσπαθούν να βάλουν γκολ με ξαφνικές αντεπιθέσεις. || (μτφ.): Kατά το τέλος της συζήτησης με τους δημοσιογράφους, ο υπουργός πέρασε στην ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀντεπίθε(σις) `αμοιβαία αντίθεση΄ -ση σημδ. γαλλ. contre-attaque]