Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανταρτόπληκτος -η -ο [andartópliktos] Ε5 : που έπαθε ζημιές, καταστροφές από αντάρτες ή στη διάρκεια ανταρτοπολέμου: Aνταρτόπληκτες περιοχές. Aνταρτόπληκτα χωριά. Aνταρτόπληκτοι πληθυσμοί.
[λόγ. αντάρτ(ης) -ο- + -πληκτος κατά το σεισμόπληκτος]