Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταρτοπόλεμος
1 εγγραφή
ανταρτοπόλεμος ο [andartopólemos] Ο19 : 1.η τακτική που ακολουθούν οι αντάρτες· αντάρτικο, κλεφτοπόλεμος: Aσκήσεις ανταρτοπολέμου. 2. πόλεμος εναντίον ανταρτών.

[λόγ. αντάρτ(ης) -ο- + πόλεμος μτφρδ. αγγλ. guerilla war]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες