Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανταρκτικός -ή -ό [andarktikós] Ε1 : που βρίσκεται στο νοτιότερο τμήμα της υδρογείου, ο νότιος. ANT αρκτικός 1: ~ πόλος, ο νότιος πόλος της γης. Aνταρκτική ζώνη, η περιοχή γύρω από το νότιο πόλο. ~ κύκλος, ο νότιος πολικός. Aνταρκτική θάλασσα, ο νότιος παγωμένος ωκεανός. H Aνταρκτική ήπειρος, ήπειρος του νότιου ημισφαιρίου πάνω στην οποία βρίσκεται ο νότιος πόλος. || (ως ουσ.) η Aνταρκτική, η Aνταρκτική ήπειρος.
[λόγ. < αρχ. ἀνταρκτικός]