Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταπόκριση
3 εγγραφές [1 - 3]
ανταπόκριση 1 η [andapókrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανταποκρίνομαι3· αντίδραση σε κτ., η οποία έχει χαρακτήρα αποδοχής: Οι εκκλήσεις για βοήθεια δεν είχαν καμιά ~. Ο έρωτάς της έμεινε χωρίς ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀνταπόκρι(σις) `αντιστοιχία΄ -ση σημδ. γαλλ. réponse]

ανταπόκριση 2 η : (για συγκοινωνιακά μέσα) η προγραμματισμένη συνάντηση δύο συγκοινωνιακών μέσων σε ενδιάμεσο σταθμό για τη μετεπιβίβαση ταξιδιωτών: Tο τοπικό τρένο έχει ~ με την ταχεία του εξωτερικού.

[λόγ. < ανταπόκριση 1 σημδ. γαλλ. correspondance]

ανταπόκριση 3 η : είδηση που στέλνει ο ανταποκριτής ή ο απεσταλμένος ενός μέσου μαζικής ενημέρωσης: Έκτακτη ~.

[λόγ. < ανταπόκριση 1 σημδ. γαλλ. correspondance]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες