Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταποκριτής
1 εγγραφή
ανταποκριτής ο [andapokritís] Ο7 θηλ. ανταποκρίτρια [andapokrítria] Ο27 : δημοσιογράφος εφημερίδας, ραδιοφώνου, πρακτορείου ειδήσεων κτλ., που εργάζεται μακριά από την έδρα της εφημερίδας, του ραδιοφωνικού σταθμού, του πρακτορείου ειδήσεων κτλ.· (πρβ. απεσταλμένος): Ξένοι ανταποκριτές. Ο ~ της Ελληνικής Tηλεόρασης στο Λονδίνο. Πολεμικός ~, δημοσιογράφος που στέλνεται στο μέτωπο του πολέμου.

[λόγ. ανταποκρί(νομαι) -τής μτφρδ. γαλλ. correspondant· λόγ. ανταποκρι(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες