Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίχρονου
1 εγγραφή
αντίχρονου [andíxronu] & αντιχρόνου [andixrónu] επίρρ. χρον. : (οικ.) το μεθεπόμενο έτος.

[αντι- (του) χρόνου, κατά τα αντιπρόπερσι, αντιμεθαύριο και μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες