Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίχριστος ο [andíxristos] Ο20α θηλ. αντίχριστη [andíxristi] Ο32 : 1.(παρωχ.) αλλόθρησκος ή ασεβής που είναι εχθρός του χριστιανισμού. || (επέκτ., υβρ.) για άνθρωπο σκληρό και άδικο: M΄ έφαγε ο ~! 2. (εκκλ.) Aντίχριστος, ο διάβολος. || (υβρ.): (Γαμώ) τον αντίχριστό σου!
[ελνστ. ἀντίχριστος· αντίχριστ(ος) -η]