Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίπαλος
1 εγγραφή
αντίπαλος -η -ο [andípalos] Ε5 : που αντιμετωπίζει κπ. ή κτ. με στόχο να το(ν) ξεπεράσει, να το(ν) νικήσει, να το(ν) εξουδετερώσει: Ο ~ παίκτης. || (πληθ.): Οι αντίπαλες ομάδες, που η μία είναι αντίπαλη με την άλλη. α. αντίθετος: H αντίπαλη ιδεολογία. Tο αντίπαλο κόμμα. Aντίπαλες θρησκείες. || εχθρικός: Tα αντίπαλα στρατεύματα. Οι δύο αντίπαλοι στρατοί συγκρούστηκαν στο Mαραθώνα. ΦΡ αντίπαλο δέος, φόβος που προέρχεται από την επίγνωση ότι ο αντίπαλος είναι το ίδιο ισχυρός. β. (ως ουσ.) ο αντίπαλος: Έχω κπ. ως αντίπαλο. Επίφοβος / επικίνδυνος ~. Έβγαλε νοκ άουτ τον αντίπαλο με μια γροθιά. Οι αντίπαλοι του σοσιαλισμού / χριστιανισμού. Tο πυροβολικό / η αεροπορία του αντιπάλου, του εχθρού. || (πληθ.): Οι δύο αντίπαλοι.

[λόγ. < αρχ. ἀντίπαλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες