Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίκρυ [andíkri] επίρρ. τοπ. : εκφράζει κυρίως τοπικές σχέσεις προσδιορίζοντας κτ. που βρίσκεται κοντά και προς την κατεύθυνση που βλέπει κάποιος· απέναντι· χρησιμοποιείται μονολεκτικά, όταν τα συμφραζόμενα βοηθούν κατάλληλα τον ομιλητή: Εδώ ~ είναι ο φούρνος. || συχνότερα ~ σε / ~ από: Ο Όλυμπος υψώνεται ~ στον Kίσσαβο. ~ από το σπίτι τους ήταν ένα ταβερνάκι. Kάθισαν ~ στο τζάκι για να ζεσταθούν, μπροστά, αντικριστά στο τζάκι. || με τον αδύνατο τύπο προσωπικής αντωνυμίας, η αντωνυμία μπαίνει σε γενική ή εκφέρεται με σε και αιτιατική: Kαθόταν σιωπηλός έχοντας ~ του τη θάλασσα.
[μσν. αντίκρυ < αρχ. ἀντικρύ με μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.]
- αντικρύ [andikrí] επίρρ. τοπ. : (λαϊκότρ.) αντίκρυ.
[αρχ. ἀντικρύ]