Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίκρισμα
1 εγγραφή
αντίκρισμα το [andíkrizma] Ο49 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντικρίζω, το να βλέπει κάποιος κτ.: Λιποθύμησε στο ~ του αίματος. || (λογοτ.) αντιμετώπιση: Tο θαρραλέο ~ του θανάτου. 2α. (οικον.) χρηματικό ποσό κατατεθειμένο σε τράπεζα, το οποίο δίνει στον καταθέτη τη δυνατότητα να ασκεί διάφορες οικονομικές πράξεις: Επιταγή χωρίς ~, ακάλυπτη. ~ σε χρυσό, η ποσότητα χρυσού με την οποία η εκδοτική τράπεζα καλύπτει την αξία του χαρτονομίσματος που εκδίδει. β. αυτό που αντιστοιχεί ως στόχος ή αποτέλεσμα σε ορισμένη ενέργεια: Θυσίες / υποσχέσεις / απειλές χωρίς ~.

[αντικρισ- (αντικρίζω) -μα (2α: λόγ. σημδ. γαλλ. sans provision, à vue)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες