Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίκλητος
1 εγγραφή
αντίκλητος ο [andíklitos] Ο19 : (νομ.) πληρεξούσιος που εξουσιοδοτείται κυρίως για την παραλαβή εγγράφων.

[λόγ. αντι- κλητ(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες