Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίγονο
2 εγγραφές [1 - 2]
αντίγονο το [andíγono] Ο40 : είδος αναρριχητικού φυτού.

[λόγ. < ελνστ. ἀντίγονον]

αντιγόνο το [andiγóno] Ο39 : (βιολ.) κάθε ουσία που δημιουργεί αντισώματα στον οργανισμό.

[λόγ. αντι- + γόν(ος) -ον μτφρδ. γαλλ. antigène < anti- αντι- + -gène = -γόνον (διαφ. το ελνστ. ἀντίγονον `είδος βότανου΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες