Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίβαρο το [andívaro] Ο41 : 1.(μηχανολ.) κάθε βάρος ή γενικά δύναμη που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση άλλου βάρους ή την εξισορρόπηση άλλης δυνάμεως: Tο ~ του ασανσέρ. Tα αντίβαρα του ζυγού, σταθμά. Tο ~ του κανταριού, βαρίδιο. || (ηλεκτρον.): Tο ~ της κεραίας. 2. (μτφ.) κάθε ενέργεια ή κατάσταση που γίνεται ή έχει ως συνέπεια την εξουδετέρωση μιας άλλης: Έχω / χρησιμοποιώ κτ. ως ~. H εξοχική κατοικία θεωρείται ελάχιστο ~ στη μόλυνση του αστικού περιβάλλοντος.
[λόγ. αντι- + βάρ(ος) -ον μτφρδ. γαλλ. contrepoids]