Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοχή
1 εγγραφή
ανοχή η [anoxí] Ο29 : το αποτέλεσμα του ανέχομαι. 1. η ιδιότητα του ανεκτικού· ανεκτικότητα: H ~ μας ξεπέρασε κάθε όριο. Δείχνω ~ σε κπ. ή σε κτ., ανέχομαι. || Ψήφος ανοχής, η ψήφος που δίνει κάποιος για να δείξει ότι απλώς ανέχεται κπ. (ή κτ.) χωρίς όμως και να τον υποστηρίζει: Για να αποφευχθεί η κυβερνητική κρίση, τμήμα της αντιπολίτευσης έδωσε ψήφο ανοχής στην κυβέρνηση. 2. η επιτρεπόμενη ή δυνατή κύμανση ενός μεγέθους, μιας ποσότητας, ενός ποσοστού προς τα πάνω ή προς τα κάτω. 3. Οίκος ανοχής, οίκημα στο οποίο ασκείται επαγγελματικά η πορνεία· μπορντέλο, πορνείο.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀνοχή· 2, 3: σημδ. γαλλ. tolérance]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες