Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανοσία η [anosía] Ο25 : α.(ιατρ.) η φυσική ή επίκτητη ιδιότητα ενός οργανισμού να μην προσβάλλεται από ορισμένες ασθένειες. β. (μτφ.) η ιδιότητα αυτού που δεν αντιδρά ή δε δυσανασχετεί σε μια δυσάρεστη κατάσταση επειδή την έχει συνηθίσει: Yπέφερε τόσα στη ζωή του που έπαθε πια ~. Hθική ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀνοσία `ελευθερία από αρρώστια΄ & σημδ. γαλλ. immunité, immunition (στη σημ. α)]
- ανόσιος -α -ο [anósios] Ε6 : (για πρόσ., πράξη, λόγο κτλ.) που παραβαίνει τους ηθικούς νόμους προκαλώντας έτσι απέχθεια· εξαιρετικά ανήθικος, βδελυρός: ~ τοκογλύφος. Aνόσιες πράξεις, ανίερες. Aνόσιο έγκλη μα.
ανόσια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀνόσιος `ανίερος΄ σημδ. γαλλ. impie]