Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανορθώνω [anorθóno] -ομαι Ρ1 : α.(λόγ.) σηκώνω όρθιο κτ. που είναι πεσμένο κάτω ή σκυμμένο: Aνόρθωσε με περηφάνια το κορμί του. β. (μτφ.) ξαναφέρνω κτ. σε μια προηγούμενη κατάσταση ακμής: H προηγούμενη κυβέρνηση απέτυχε να ανορθώσει τα οικονομικά της χώρας. Tο αυτοσυναίσθημα του εφήβου ανορθώνεται με τις πρώτες επιτυχίες.
[λόγ. < αρχ. ἀνορθ(ῶ) -ώνω]