Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανορθόγραφος
1 εγγραφή
ανορθόγραφος -η -ο [anorθóγrafos] Ε5 : (για πρόσ.) α. που κάνει ορθογραφικά λάθη: Iδιαίτερα βοηθούσε τους ανορθόγραφους μαθητές. β. (για γραπτό κείμενο) που περιέχει ορθογραφικά λάθη: Aνορθόγραφο γράμμα. Aνορθόγραφη έκθεση. ανορθόγραφα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ανορθογραφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες