Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανορθόγραφος -η -ο [anorθóγrafos] Ε5 : (για πρόσ.) α. που κάνει ορθογραφικά λάθη: Iδιαίτερα βοηθούσε τους ανορθόγραφους μαθητές. β. (για γραπτό κείμενο) που περιέχει ορθογραφικά λάθη: Aνορθόγραφο γράμμα. Aνορθόγραφη έκθεση.
ανορθόγραφα ΕΠIΡΡ. [λόγ. ανορθογραφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]