Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανορθογραφία
1 εγγραφή
ανορθογραφία η [anorθoγrafía] Ο25 : 1α.ορθογραφικό σφάλμα: Tο γράμμα ήταν γεμάτο ασυνταξίες και ανορθογραφίες. β. η ιδιότητα του ανορθόγραφου: H φοβερή ~ του δείχνει και την αγραμματοσύνη του. 2. (προφ., μτφ.) α. μικρή παρατυπία ή σφάλμα: Δεν πειράζει· πες πως ήταν μια ~. β. (για πρόσ. ή για πργ.) αταίριαστος, διαφορετικός από το σύνολο: Όλοι ήταν καλοντυμένοι κι αυτός, έτσι πρόχειρα ντυμένος, μια ~.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ορθογραφία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες