Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανοίκειος -α -ο [aníkios] Ε6 : (λόγ.) που δεν είναι σύμφωνος με ό,τι θεωρείται γενικά παραδεκτό· ανάρμοστος, απρεπής: Aνοίκεια συμπεριφορά / διαγωγή.
[λόγ. < ελνστ. ἀνοίκειος]