Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανιών -ούσα -όν [anión] Ε12α : (λόγ., σε ειδικές μόνο χρήσεις) που ανεβαίνει, προχωρεί προς τα πάνω. ANT κατιών: Aνιούσα τάξη, σειρά, κατάταξη από το απλούστερο στο συνθετότερο, από το πιο μερικό στο πιο γενικό, από το ασθενέστερο στο πιο δυνατό, κτλ. || (μουσ.): Aνιούσα κλίμακα / διαδοχή φθόγγων, από τους βαρύτερους μουσικούς φθόγγους στους οξύτερους. || Aνιόντες χαρακτήρες, τα σημεία που παριστάνουν τους οξύτερους φθόγγους ή (ειδ. στη βυζαντινή μουσική) το ανέβασμα της φωνής από τους βαρύτερους στους οξύτερους φθόγγους. || (μαθημ.) Aνιούσα πρόοδος, που οι όροι της αυξάνονται, η αύξουσα πρόοδος. || (νομ.) Aνιόντες συγγενείς και ως ουσ. οι ανιόντες, από τους οποίους κατάγεται κάποιος κατευθείαν, οι άμεσοι πρόγονοι, όπως οι γονείς, οι παππούδες, οι προπαππούδες κτλ. || (ως ουσ.) το ανιόν*.
[λόγ. < αρχ. ἀνιών μεε. του ἄνειμι `ανεβαίνω΄ & σημδ. γαλλ. ascendant]