Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανιστόρητος -η -ο [anistóritos] Ε5 : 1.που δεν έχει την αναγκαία γνώση της ιστορίας. || (για σκέψη κτλ.) που δεν πηγάζει (ενώ θα έπρεπε) από γνώση της ιστορίας, που δείχνει άγνοια ή κακή γνώση της ιστορίας: Aνιστόρητες απόψεις. Aνιστόρητα επιχειρήματα. 2. που δεν τον εξιστόρησαν ή δεν μπορούν να τον εξιστορήσουν· αδιήγητος. 3. (ειδικότ., για χριστιανικό ναό κτλ.) που δεν τον διακόσμησαν με τοιχογραφίες: ~ νάρθηκας.
[1: λόγ. < ελνστ. ἀνιστόρητος· 2: αν- (δες α- 1) ιστορη- (ιστορώ)1 -τος· 3: αν- (δες α- 1) ιστορη- (ιστορώ)2 -τος]