Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανιστορικός
1 εγγραφή
ανιστορικός -ή -ό [anistorikós] Ε1 : που δεν ταιριάζει στην ιστορία: Aνιστορικές απόψεις. ~ τρόπος σκέψης.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ιστορικός μτφρδ. αγγλ. unhistoric < un- = αν- (δες α- 1) + historic < αρχ. ἱστορικός (η παραγωγή είναι έξω από τους κανόνες της αρχ. ελληνικής αλλά ταιριάζει στα αγγλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες