Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανιοβόλος
1 εγγραφή
ανιοβόλος -α -ο [aniovólos] Ε4 : (για φίδια) που δεν είναι δηλητηριώδης. ANT ιοβόλος.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ιοβόλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες