Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανιδιοτέλεια
1 εγγραφή
ανιδιοτέλεια η [aniδiotélia] Ο27 : η ιδιότητα του ανιδιοτελούς. ANT ιδιοτέλεια: Είναι σεβαστός για την ~ και για την ευθύτητα του χαρακτήρα του.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ιδιοτέλεια μτφρδ. γερμ. Uneigennützigkeit]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες