Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανιαρός -ή -ό [aniarós] Ε1 : που προξενεί ανία, πλήξη, που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον· βαρετός: Aνιαρή συζήτηση / εργασία / ασχολία / δουλειά. Aνιαρό διήγημα / μυθιστόρημα / έργο. Παρακολούθησα μια ανιαρότατη διάλεξη.
ανιαρά ΕΠIΡΡ: Mιλάει πολύ ~, βαρετά. [λόγ. < αρχ. ἀνιαρός `ενοχλητικός, βλαβερός΄ σημδ. γαλλ. ennuyeux]