Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθών
2 εγγραφές [1 - 2]
ανθών -ούσα -ούν [anθón] Ε12β : (λόγ.) που βρίσκεται σε ανάπτυξη, σε ακμή: Aνθούσα βιοτεχνία / βιομηχανία / κοινωνία.

[λόγ. < αρχ. ἀνθῶν μεε. του ἀνθῶ]

ανθώνας ο [anθónas] Ο2 : 1.τόπος όπου τα άνθη: α. φυτρώνουν: Mόλις έρχεται η άνοιξη τα λιβάδια γίνονται πολύχρωμοι ανθώνες. β. φυτεύονται και καλλιεργούνται· ανθόκηπος: Στους ανθώνες της περιοχής γίνεται συστηματική καλλιέργεια τριαντάφυλλων. 2. έκταση μέσα σε κήπο, όπου καλλιεργούνται άνθη2· αλτάνα.

[λόγ. < ελνστ. ἀνθών, αιτ. -ῶνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες