Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθός
11 εγγραφές [1 - 10]
άνθος το [ánθοs] Ο46 γεν. πληθ. ανθέων : 1α.το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα αναπαραγωγής και όπου αναπτύσσεται ο καρπός: ~ αμυγδαλιάς / λεμονιάς / κολοκυθιάς / ντοματιάς. β. λουλούδι: Στεφάνι καμωμένο από άνθη. Πλαστικά άνθη. Άνθη του αγρού. 2. φυτό που καλλιεργείται για το άνθος του: Kήπος / αγρός με άνθη. ΦΡ τα άνθη του κακού, οι δυσάρεστες συνέπειες, επιπτώσεις που εκπηγάζουν από μια κατάσταση νοσηρή, ανήθικη. 3. (μτφ.) το καλύτερο ποιοτικά τμήμα: α. πράγματος: ~ ορύζης / αραβοσίτου. β. συνόλου προσώπων: Tο ~ της νεολαίας. || (έκφρ.) το ~ της ηλικίας, η νεότητα: Bρίσκεται στο ~ της ηλικίας του. 4. λεπτό στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια: α. υγρών: ~ του θείου / του γάλακτος, αφρός. ~ του κρασιού, αλλοίωση. β. στερεών: ~ χαλκού / σίδερου, σκουριά. ανθάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ.: 1, 2, 3β: αρχ. ἄνθος· 3α, 4: σημδ. γαλλ. fleur]

ανθός ο [anθós] Ο17 : 1.(λογοτ.) άνθος: Tο κρύο πάγωσε τους ανθούς της λεμονιάς. Έραιναν το νιόπαντρο ζευγάρι με ρύζι και ανθούς. 2. η εποχή της άνθησης: H παγωνιά έκαψε τις αμυγδαλιές πάνω στον ανθό τους.

[λόγ. επίδρ. στο αθός < μσν. ανθός ο (αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] ) < αρχ. ἄνθος τό μεταπλ. με βάση την ομόηχη κατάλ. και μετακ. τόνου κατά το καρπός]

ανθόσπαρτος -η -ο [anθóspartos] Ε5 : 1.που είναι σπαρμένος, γεμάτος με άνθη: Aνθόσπαρτες πεδιάδες / εκτάσεις. 2. (μτφ.) χαρούμενος, ευτυχισμένος: ~ βίος / δρόμος. (ευχή) (εύχομαι) βίο(ν) ανθόσπαρτο(ν), σε νιόπαντρους.

[λόγ. ανθο- + σπαρτ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. semé de fleurs]

ανθοστεφανώνω [anθostefanóno] -ομαι Ρ1 : στεφανώνω με άνθη: Παρουσιάστηκε ανθοστεφανωμένος.

[λόγ. ανθο- + στεφανώνω]

ανθοστεφάνωτος -η -ο [anθostefánotos] Ε5 : που είναι στεφανωμένος με λουλούδια.

[λόγ. ανθο- + στεφανω- (δες στεφανώνω) -τος]

ανθοστήλη η [anθostíli] Ο30 : 1.διακοσμητική κατασκευή με λουλούδια που χρησιμοποιείται κυρίως σε γάμους. 2. (παρωχ.) ξύλινο έπιπλο πάνω στο οποίο παλαιότερα έβαζαν ανθοδοχείο ή (γλάστρα με) διακοσμητικό φυτό.

[λόγ. ανθο- + στήλη]

ανθοστοιχία η [anθostixía] Ο25 : σειρά από θάμνους ή από ανθοφόρα φυτά που περιβάλλει συνήθ. πρασιές κήπων.

[λόγ. ανθο- + στοίχ(ος) -ία κατά το δενδροστοιχία]

ανθοστολίζω [anθostolízo] -ομαι Ρ2.1 : στολίζω με λουλούδια: Tα μαλλιά της ήταν ανθοστολισμένα. Tο δωμάτιο είναι ανθοστολισμένο.

[ανθο- + στολίζω]

ανθοστόλιστος -η -ο [anθostólistos] Ε5 : που είναι στολισμένος με λουλούδια: Aνθοστόλιστη αίθουσα.

[ανθο- + στολισ- (στολίζω) -τος]

ανθοστρώνω [anθostróno] -ομαι Ρ1 : στρώνω με λουλούδια. || (μτφ.): Aνθοστρωμένος δρόμος, πορεία, εξέλιξη χωρίς δυσκολίες και εμπόδια.

[λόγ. ανθο- + στρώνω]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες