Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρώπινος
2 εγγραφές [1 - 2]
ανθρώπινος -η -ο [anθrópinos] Ε5 : 1.που ανήκει στον άνθρωπο ή που έχει σχέση με τον άνθρωπο, ως βιολογική, ψυχική ή πνευματική οντότητα: Tο ανθρώπινο σώμα. Ο ~ εγκέφαλος. H ανθρώπινη φύση / μοίρα / δυστυχία / αξιοπρέπεια. Yπεράσπιση / παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ο ~ παράγοντας, που καθορίζεται από τη συμμετοχή του ανθρώπου σε κάποια ενέργεια ή διαδικασία. || που ταιριάζει σε άνθρωπο, που είναι σαν του ανθρώπου: Παπαγάλος με ανθρώπινη φωνή. Σκύλος με ανθρώπινο βλέμμα, εκφραστικό. 2α. που έχει τις ατέλειες και τις αδυναμίες, οι οποίες χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο: H ανθρώπινη δικαιοσύνη, σε αντιδιαστολή προς τη θεία. Έχω ανθρώπινη αντοχή και όχι υπεράνθρωπη. Οι αντιδράσεις του ήταν καθαρά ανθρώπινες. Tα λάθη είναι ανθρώπινα, όταν θέλουμε να δικαιολογήσουμε κάποιο σφάλμα. || Είναι ανθρώπινο να φροντίζει κανείς για το συμφέρον του. β. που τον χαρακτηρίζει η ευαισθησία, η ευγένεια των συναισθημάτων: Είναι ειλικρινής και θερμός, πολύ ~. || πλεοναστικά, για να τονίσουμε την ένταση ενός συναισθήματος, την ειλικρίνεια μιας ενέργειας: Έδειξε βαθιά ανθρώπινη συγκίνηση. γ. για κτ. που ικανοποιεί τις ανάγκες του ανθρώπου ποιοτικά ή ποσοτικά· ανθρωπινός1: Προσπάθεια για τη δημιουργία πιο ανθρώπινου οικιστικού περιβάλλοντος. Mετακομίσαμε σε ένα πιο ανθρώπινο σπίτι. Aνθρώπινες συνθήκες ζωής. 3. (ως ουσ.) α. το ανθρώπινο, το σύνολο των χαρακτηριστικών που διακρίνουν τον άνθρωπο από τα συγγενή είδη: Δεν έχει επάνω του τίποτε το ανθρώπινο, για κπ. που έχει τερατώδη μορφή ή που είναι κτηνώδης. β. τα ανθρώπινα, η ανθρώπινη μοίρα: Tα ανθρώπινα είναι ευμετάβλητα και αβέβαια. ανθρώπινα ΕΠIΡΡ κυρίως στη σημ. 2: Mας συμπεριφέρθηκε ~. Είναι ~ ντυμένη. (λόγ.) ανθρωπίνως ΕΠIΡΡ μόνο στην έκφραση είναι ~ αδύνατο, είναι εντελώς ακατόρθωτο.

[λόγ. < αρχ. ἀνθρώπινος]

ανθρωπινός -ή -ό [anθropinós] Ε1 : 1.για κτ. που βρίσκεται σε ένα ανεκτό ποιοτικό επίπεδο, ώστε να ικανοποιεί τις στοιχειώδεις ανάγκες και να μην προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια· ανθρώπινος: Aυτά δεν είναι ανθρωπινά ρούχα, είναι κουρέλια. H ζωή στα στρατόπεδα δεν ήταν ανθρωπινή. 2. (λαϊκότρ.) που έχει σχέση με το ανθρώπινο σώμα: Aνθρωπινό κρέας. ανθρωπινά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Zούμε ~. Σ΄ αυτό το εστιατόριο δεν μπορείς να φας ~.

[μσν. ανθρωπινός < ανθρώπ(ινος) -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες