Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθοφόρος -α -ο [anθofóros] Ε4 : που έχει ή που παράγει άνθη: Aνθοφόρα φυτά.
[λόγ. < αρχ. ἀνθοφόρος `γεμάτος άνθη΄ σημδ. γαλλ. florifère]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < αρχ. ἀνθοφόρος `γεμάτος άνθη΄ σημδ. γαλλ. florifère]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |