Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθοδοχείο
1 εγγραφή
ανθοδοχείο το [anθoδoxío] Ο39 : δοχείο στο οποίο τοποθετούνται διακοσμητικά λουλούδια· βάζο: Στο ~ υπήρχαν φρεσκοκομμένα, ευωδιαστά λουλούδια.

[λόγ. ανθο- + δοχείον μτφρδ. γαλλ. vase / pot à fleurs]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες