Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθοδέσμη
1 εγγραφή
ανθοδέσμη η [anθoδézmi] Ο30 : λουλούδια κομμένα και τοποθετημένα ή δεμένα μαζί· (πρβ. μπουκέτο): Tης πρόσφεραν μια ωραία ~ από τριαντάφυλλα.

[λόγ. ανθο- + δέσμη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες