Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
46 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθο- [anθo] & ανθό- [anθó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ανθ- 1 [anθ], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. άνθος ως α' συνθετικό σε σύνθετες, συνήθ. επιστημονικές λέξεις. 1. με αναφορά στο άνθος, στο λουλούδι: ~δέσμη, ~έκθεση, ανθόκηπος, ~πλημμύρα, ~πόλεμος, ανθούπολη. || ανθόνερο, νερό που περιέχει εκχυλίσματα λουλουδιών. 2. (μτφ.) α. για το καλύτερο ποιοτικά τμήμα ενός πράγματος: ανθόγαλα· ή ενός συνόλου: ~λογώ, ~λόγιο. β. για κάτι που δεν έχει σχέση με στενοχώριες και δυσκολίες: ανθόσπαρτος, ~στρωμένος. 3. (επιστ.) δηλώνει ομοιότητα ή άλλη σχέση αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό με το άνθος: ανθοβράγχια, ~φάγα· ~σιδηρίτης· ανθάκανθος, ανθέλαιο, ανθορμόνες.
[λόγ. < αρχ. ἀνθ(ο)- θ. του ουσ. ἄνθο(ς) ως α' συνθ. (νεοελλ. λαϊκό: αθο-): αρχ. ἀνθο-φορῶ `παίρνω μέλι από τα άνθη (για μέλισσα)΄, ελνστ. σημ.: `βγάζω άνθη (για φυτά)΄, ελνστ. ἀνθο-πώλης & διεθ. antho- < αρχ. ἀνθο-: ανθο-λογία, ανθό-ζωα (όπως τα κοράλλια) < νλατ. anthologia, anthozoa & μτφρδ.: ανθό-κηπος < γερμ. Blumengarten]
- ανθοβόλημα το [anθovólima] Ο49 : (λογοτ.) η άνθηση, το λουλούδισμα.
[λόγ. ανθοβολη- (ανθοβολώ) -μα]
- ανθοβόληση η [anθovólisi] Ο33 : (λογοτ.) η άνθηση.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθοβόλη(σις) -ση]
- ανθοβολία η [anθovolía] Ο25 : η πτώση, η απόρριψη των ανθέων στα φυτά· ανθόρροια.
[λόγ. ανθοβολ(ώ)3 -ία]
- ανθοβολιά η [anθovolá] Ο24 : (λογοτ.) έντονη, διάχυτη μυρωδιά λουλουδιών: Ο κήπος ευωδίαζε από την ~ των λουλουδιών.
[λόγ. ανθοβο λ(ώ) -ιά]
- ανθοβολώ [anθovoló] & -άω Ρ10.11α : (για φυτά) I. (λογοτ.) 1. βγάζω άνθη, βρίσκομαι στο στάδιο της άνθησης: Aνθοβολούν οι κερασιές. 2. ευωδιάζω, μοσχοβολώ: Aνθοβολάει ο κόσμος απ΄ τις γαριφαλιές. II. ρίχνω τα άνθη μου.
[λόγ.: I: ελνστ. ἀνθοβολῶ `στρώνω με λουλούδια΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· II: σημδ. γαλλ. défleurir]
- ανθόγαλα το [anθóγala] Ο49 (κυρ. στην ονομ. και αιτ. εν.) & ανθόγαλο το [anθóγalo] Ο41 : λιπαρό και αφρώδες στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος· καϊμάκι1α, αφρόγαλα.
[λόγ. επίδρ. στο αθόγαλα < αθ(ός δες στο ανθός) -ο- + γάλα· ανθόγαλ(α) μεταπλ. -ο]
- ανθογυάλι το [anθojáli] Ο44 : (παρωχ.) γυάλινο και, με επέκταση, κάθε είδους ανθοδοχείο.
[ανθο- + γυαλ(ί) -ι]
- ανθοδέσμη η [anθoδézmi] Ο30 : λουλούδια κομμένα και τοποθετημένα ή δεμένα μαζί· (πρβ. μπουκέτο): Tης πρόσφεραν μια ωραία ~ από τριαντάφυλλα.
[λόγ. ανθο- + δέσμη]
- ανθοδετική η [anθοδetiki] Ο29 : η τέχνη της τακτοποίησης φρέσκων ή αποξηραμένων λουλουδιών (και γενικότ. φυτικού υλικού) έτσι ώστε να παράγεται αισθητικό αποτέλεσμα: Iαπωνική ~, ικεμπάνα.
[λόγ. ανθο- + αρχ. -δέτ(ης) (θ. δε- του δέω `δένω΄ -της) -ική, θηλ. του -ικός, κατά το βιβλιοδετική]